1.Ένα μεγάλο θαύμα.
Όταν κάποτε ο Όσιος Δαβίδ χρειάστηκε να περάσει από την Αταλάντη στις Ροβιές της Β. Ευβοίας, παρακάλεσε εκεί ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι. Ο βαρκάρης τον είδε ρακένδυτο και αρνήθηκε.
Ο Όσιος χωρίς να γογγύσει έβγαλε το τριμμένο ράσο του , το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκανε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε και ανέβηκε επάνω του και ώ του θαύματος, άρχισε να ταξιδεύει!
Βλέποντας ο βαρκάρης τον Όσιο να ταξιδεύει επάνω στο ράσο του μονολόγησε: «Να, αυτός είναι ο καλόγερος, που είπε να τον πάρω. Αυτός είναι άγιος!». Και άρχισε αμέσως να φωνάζει από μακριά: «έλα παππού μου να σε πάρω, έλα…». Ο Άγιος άκουσε την φωνή του βαρκάρη, τον ευλόγησε και συνέχισε να ταξιδεύει με τον θαυμαστό αυτό τρόπο. (σ. 21).
2. Και άλλο μεγάλο θαύμα.
Επειδή ο Όσιος Δαβίδ δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα, για να κτίσει το Μοναστήρι του έφυγε να κάνει εράνους (τη λεγόμενη «λογία»). Έφθασε μέχρι και τη Ρωσία, όπου οι Χριστιανοί του πρόσφεραν πολλά χρήματα και άλλα πολύτιμα δώρα. Πως όμως θα μετέφερε ο Όσιος τόσο χρήμα και δώρα από τη Ρωσία στην Εύβοια;
Ιδού τι τον φώτισε ο Θεός και έκανε. Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σ’ αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ’ ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε: «Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».
Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία. Μάλιστα οι κάτοικοι εκεί, που πρώτη τους φορά έβλεπαν ένα τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να το ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια στράβωναν ή έσπαγαν και εκείνο δεν άνοιγε.
Τους πλησίασε ο Άγιος και τους είπε: «Τι κάνετε εκεί, ανόητοι είστε; Που πάτε ν’ ανοίξετε αυτό το κούτσουρο; Το ξύλο αυτό περιέχει θησαυρό, με τον οποίο θα κτίσω το Μοναστήρι προς δόξαν της Μεταμορφώσεως του Δεσπότου μας Χριστού». (σ 23)