Γέροντας Ιωσήφ. Ασημος κατά κόσμον. Γεννήθηκε στην Δρούσια, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πάφου της νήσου των Αγίων, την 1η Ιουλίου 1921. Η μητέρα του Ευγενία γέννησε όταν ήταν εφτά μηνών το μικρό παιδί της στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων της Γιόλου, την ημέρα της εορτής των Αγίων. Η μητέρα του νόμισε ότι το παιδί ήταν νεκρό, και όμως έζησε. Το βρέφος έλαβε κατά την βάπτιση το όνομα Σωκράτης.
Ο μικρός Σωκράτης μεγάλωσε κοντά στους αγρότες γονείς του ζώντας από μικρός την σκληρή ζωή. Μόλις κατόρθωσε να τελειώσει την τετάρτη τάξη του Δημοτικού, γιατί ήταν απαραίτητος στις αγροτικές εργασίες. Μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια παρέμενε στο χωριό του.
Το 1936 μετά από θεϊκή κλήση προσήλθε στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου με τις ευχές των γονέων του. Εκεί εκάρη ρασοφόρος μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος. Παρέμεινε 10 χρόνια στην Μονή και με την παρότρυνση και ευλογία του Γέροντος Κυπριανού, πνευματικού της Μονής, εγκαταβίωσε στο Άγιον Όρος μετά από μία σύντομη επίσκεψη στους Αγίους Τόπους.
Αρχές του 1947 βρίσκεται στην Σκήτη της Αγίας Αννης σε κάποιους συμπατριώτες του πού μόναζαν εκεί, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους γνωρίζεται με τον μακάριο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Ο μοναχός Σωφρόνιος κατάλαβε την πνευματικότητα και την αγιότητα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού και τον παρακάλεσε να γίνει υποτακτικός του. Ο μακάριος Γέροντας στην αρχή αρνήθηκε, αλλά μετά από «πληροφορία» πού έλαβε, τον δέχθηκε στην συνοδεία του.
Εκεί στην καλύβη του Τιμίου Προδρόμου της Μικρής Αγίας Αννης εκάρη μεγαλόσχημος λαμβάνοντας το όνομα Ιωσήφ το Σάββατο του Λαζάρου (11/24 Απριλίου) του 1948. Το 1951 η συνοδεία μεταφέρθηκε στα ησυχαστικά κελλιά της Νέας Σκήτης κοντά στον Πύργο. Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής κοιμήθηκε οσιακώς την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1959. Ο αείμνηστος Γέροντάς μας Ιωσήφ ικανοποίησε τον βαθύτατο πόθο της ψυχής του κοντά στον μεγάλο Γέροντα Ιωσήφ.
Ο Γέροντάς μας Ιωσήφ συνασκήθηκε με τον π. Θεοφύλακτο στο κελλί των Αγίων Αναργύρων της Νέας Σκήτης από το 1951 ως το 1959. Κατόπιν μεταφέρθηκε στο ερημικό τμήμα της Νέας Σκήτης όπου οικοδόμησε με τα χέρια του μια ξηροκαλύβα όπου ασκήθηκε άλλα οκτώ χρόνια και το 1967 μετοίκισε στην κοντική καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, από την οποία είχε αναχωρήσει ο παραδελφός του Γέροντας Εφραίμ (μετέπειτα ηγούμενος Ι. Μ. Φιλοθέου) με την συνοδεία του για να μείνουν στο κελλί του Αγίου Αρτεμίου στην Προβάτα.
Μετά από πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού Δημητρίου και προτροπή των πατέρων της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου ο Γέρον¬τάς μας Ιωσήφ έφυγε από την Νέα Σκήτη το 1974 και ανέλαβε την πνευματική πατρότητα της Μονής, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1977.
Στην συνέχεια μετέβη στην Κύπρο μετά από συμβουλή του μακαρίου Γέροντος Παϊσίου και εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Μίνθης. Την 25η Μαρτίου του 1978 ενεθρονίσθη ηγούμενος. Εδώ συγκαταριθμήθηκαν στην συνοδεία του ο νύν μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος και ο Καθηγούμενος της Μονής μας Γέροντας Εφραίμ.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1981 επιστρέφει στο Άγιον Όρος μαζί με την συνοδεία του και παραμένει στο Σιμωνοπετρίτικο κελλί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Καψάλα μέχρι τις 23 Απριλίου 1982, πού μεταβαίνει και πάλι στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Τον Αύγουστο του 1983 εγκαταβιώνει ξανά στην καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Νέα Σκήτη. Εκεί αυξάνεται η συνοδεία του και στις 23 Απριλίου του 1987 κατόπιν προσκλήσεως των Γερόντων της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου έρχεται στην Μονή με ένα μέρος της συνοδείας του. Τον Οκτώβριο του 1989 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να μεταβεί όλη η συνοδεία στην Μονή για να παραλάβει την διοίκησή της. Στις 16/29 Απριλίου του 1990 γίνεται η κοινοβιοποίηση της Μονής και η εκλογή και ενθρόνιση του πρώτου ηγουμένου του Κοινοβίου, αρχιμανδρίτου Εφραίμ. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν και παρέμεινε ο πνευματικός πατέρας της Μονής Βατοπαιδίου μέχρι και την κοίμησή του, πού συνέβη την 1 Ιουλίου 2009.
Ο Γέροντάς μας Ιωσήφ συνέχισε την πνευματική εργασία πού παρέλαβε από τον Γέροντά του, έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του ως ησυχαστής. Επεδίωκε την αφάνεια. Δεν ζήτησε ανθρωπίνους επαίνους και δόξες. Δεχόταν με ταπείνωση, ανεξικακία και χωρίς γογγυσμό την περιφρόνηση, την καταφρόνηση, την εξουθένωση, τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες. Είχε «σπλάχνα οικτιρμών» και η καρδιά του χωρούσε και συγ-χωρούσε όλους, διότι είχε χωρέσει μέσα του τον Χριστό.
Στα δεκαέξι βιβλία του, πού μάς άφησε ως πνευματική κληρονομιά, καταγράφει και ερμηνεύει θέματα «πράξεως και θεωρίας». Προσπαθεί να οδηγήσει μοναχούς και λαϊκούς προς τον Χριστό και τους εμπνέει στον «καλόν αγώνα». Ιδιαίτερα τόνιζε το άπειρο πέλαγος της φιλανθρωπίας και φιλευσπλαγχνίας του Θεού, ο οποίος δέχεται τον μετανοούντα και επιστρέφοντα αμαρτωλό. Φανερώνει τους κινδύνους της πλάνης του βασικού και αιωνίου εχθρού του ανθρώπου, του διαβόλου, ιδιαίτερα δε κτυπά την αποθάρρυνση πού στις ημέρες μας χρησιμοποιείται από αυτόν. Μιλούσε δε με πόθο για τις επαγγελίες του Θεού, για την υιοθεσία και τον θεανθρωπισμό πού αρχίζουν οι «βεβαιόπιστοι» να γεύονται μέν από την παρούσα ζωή, αλλά το πλήρωμά τους θα τους δοθεί στα έσχατα.
Αυτά τα επουράνια αγαθά, τα οποία όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοίς αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. 2,9), έχουμε την πεποίθηση ότι απολαμβάνει τώρα ο μακάριος Γέροντας.
Να έχουμε την ευχή του.
Εκ της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου