Παναγιώτης
Αρ. Υφαντής
Επ.
Καθηγητής Τμ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Νεομαρτυρες
της Θεσσαλονικης
Τυπολογία και
θεολογικοί χειρισμοί
Εισήγηση στο
ΚΕ΄ Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο Χριστιανική Θεσσαλονίκη με θέμα «Χριστιανικές
κοινότητες της Θεσσαλονίκης κατά την Οθωμανική περίοδο», που διοργανώθηκε από
Επιστημονική Επιτροπή Καθηγητών του Α.Π.Θ., προεδρεύοντος του μητροπ. Τυρολόης
και Σερεντίου κ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου (Θεσσαλονίκη, Ιερά Μονή Βλατάδων,
15-17.12.2011).
1. Θεσσαλονίκη, η «καλλίτεκνος
μήτηρ»
Καθ’ όλη την αδιατάρακτη,
χριστιανική της συνέχεια και διάρκεια η Θεσσαλονίκη, ως «καλλίτεκνος μήτηρ», δεν
έπαψε να γεννά ή να αναδεικνύει αγίους και αγίες, που εμπλούτισαν το εορτολόγιο
και βάθυναν τη συλλογική μνήμη της τοπικής αλλά και ευρύτερης ορθόδοξης
πιστεύουσας κοινότητας. Πράγματι, η ιστορία της χριστιανικής Θεσσαλονίκης
διαθέτει όλα σχεδόν τα κυρίαρχα ανθρωπολογικά μοντέλα που, ανάλογα με τις
απαιτήσεις κάθε εποχής μνημείωσαν σε επώνυμα, ανάγλυφα και προσκυνητά
παραδείγματα τον αγώνα της εν Χριστώ τελείωσης.
Μεγάλες μορφές του Χριστιανισμού έχουν
συνδέσει το όνομά τους με τους πνευματικούς βηματισμούς της Θεσσαλονίκης στους
ιδιωτικούς και δημόσιους δρόμους της πορείας προς την αγιότητα. Οι απόστολοι, οι
γενναίοι μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων, οι όσιοι, οι φωτισμένοι και
φωτιστές ιεραπόστολοι και οι πνευματοφόροι επίσκοποι σχηματίζουν μια νοητή
αλυσίδα αγιότητας, άρρηκτα συνδεδεμένης με την χριστιανική παράδοση του τόπου.
Τον τελευταίο χρονολογικά αλλά όχι και ποιοτικά κρίκο σε αυτή την νοητή αλυσίδα
συνθέτει η αγιότητα των νεομαρτύρων, δηλαδή εκείνων των χριστιανών που έδωσαν τη
ζωή τους για την πίστη κυρίως κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Όπως υποδηλώνεται στον υπότιτλό
της, η παρούσα αναφορά μας στους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης διαρθρώνεται σε
δύο κυρίως σκέλη. Το πρώτο αφορά τη χαρτογράφηση του φαινομένου σύμφωνα με τις
στατιστικές και τυπολογικές κατηγοριοποιήσεις που μας επιτρέπουν οι διαθέσιμες
πηγές. Το δεύτερο σκέλος αφορά στις θεολογικές, ποιμαντικές και εκκλησιολογικές
διαστάσεις του παραδείγματος των νεομαρτύρων, δηλαδή τους ποικίλους και
πολυσήμαντους θεολογικούς χειρισμούς του φαινομένου.
2. Ποσοτικές και ειδολογικές
κατηγοριοποιήσεις
2.1. Με τη γλώσσα των
αριθμών
Ο ακριβής αριθμός των
Νεομαρτύρων είναι άγνωστος –χώρια που η συνεχιζόμενη αναδίφηση των μοναστηριακών
κυρίως αρχείων φέρνει διαρκώς στο φως νέα στοιχεία και ονόματα. Οι τεκμηριωμένοι
επώνυμοι νεομάρτυρες, με βάση τους πιο πρόσφατους καταλόγους, ανέρχονται στους
εκατόν εβδομήντα[1].
Από αυτούς 28 νεομάρτυρες συνδέονται άμεσα με τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για
μάρτυρες που είτε γεννήθηκαν, είτε ανδρώθηκαν πνευματικά στην Θεσσαλονίκη, είτε
πότισαν με το αίμα τους το έδαφός της, ώστε να καταλάβουν δικαίως μια περίοπτη
θέση στη συλλογική συνείδηση και στο αγιολόγιο της τοπικής Εκκλησίας[2].
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα
πληροφορία μας προσφέρει η αναλογία ανδρών και γυναικών των νεομαρτύρων. Μπορεί
οι γυναίκες νεομάρτυρες που τιμώνται στη Θεσσαλονίκη να είναι πολύ λιγότερες σε
σχέση με τους άνδρες συναγωνιστές τους, όμως το ποσοστό τους επί του συνόλου των
γυναικών νεομαρτύρων της Τουρκοκρατίας είναι εντυπωσιακό, εφόσον αγγίζει το ένα
τρίτο[3].
Μάλιστα, αν συνυπολογίσει κανείς και τις περίπου εξήντα Ναουσαίες, συζύγους
οπλαρχηγών και προεστών της πόλης, που μετά την αποτυχημένη έξοδο του 1822
μεταφέρθηκαν από τον Εμπού Λουμπούτ πασά στη Θεσσαλονίκη, για να μαρτυρήσουν
αφού υποστούν φρικτά βασανιστήρια, οι αναλογίες όχι μόνο μεταξύ ανδρών και
γυναικών αλλά και του συνόλου των τιμωμένων νεομαρτύρων αλλάζει δραστικά.
Ολοκληρώνοντας τις ποσοτικές
κατηγοριοποιήσεις, από τις είκοσι οκτώ επώνυμες περιπτώσεις νεομαρτύρων που
σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη δύο ήταν επίσκοποι, δέκα ήταν οσιομάρτυρες–μεταξύ
των οποίων και ένας ιερομάρτυς, και δεκαέξι ήταν λαϊκοί, διαφόρων ηλικιών,
άγαμοι και έγγαμοι. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως οι
νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης συνθέτουν ένα περιεκτικό και αντιπροσωπευτικό
δείγμα του φαινομένου του νέου μαρτυρίου στο σύνολό του.
2.2. Κίνητρα και μορφές
μαρτυρίου
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε
να κατηγοριοποιήσουμε τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης με βάση τις επικρατούσες
τυπολογικές αρχές ανάλογα με τα κίνητρα, την πολιτισμική καταγωγή και τον τρόπο
του μαρτυρίου[4].
Από τους νεομάρτυρες της
Θεσσαλονίκης, οι περισσότεροι ανήκουν στην ομάδα αυτών που ομολογούσαν δημόσια
την πίστη τους στον Χριστό, συχνά αφότου είχαν κατηγορηθεί από τους κρατούντες
πως τάχα χλεύασαν ή οικειοποιήθηκαν αυθαίρετα κάποια στοιχεία της μουσουλμανικής
πίστης, και στη συνέχεια δικάστηκαν και προτίμησαν να πεθάνουν για τον Χριστό
παρά να εξισλαμισθούν. Αρκετοί από αυτούς είτε είχαν εξωμοτήσει εκούσια είτε
είχαν εξισλαμισθεί βίαια ή εικονικά και, μετά από μια περίοδο βαθιάς μεταμέλειας
και πνευματικής προετοιμασίας, συνήθως υπό την επίβλεψη ενός έμπειρου
πνευματικού, οδηγούνταν στη δημόσια ομολογία και στο μαρτύριο.
Πρώην εξωμότης ήταν ο νεομάρτυς
Μάρκος, ένας έγγαμος λαϊκός, ο οποίος αφού εξισλαμίσθηκε εκούσια στη συνέχεια
εξομολογήθηκε και ομολόγησε δημόσια την πίστη των πατέρων του στη Χίο στις 5
Ιουνίου του 1801. Η απάντηση που έδωσε στους κριτές του παραπέποντας στις
αποκρίσεις των αρχαίων χριστιανών απέναντι στους εθνικούς δικαστές είναι
ενδεικτική: «Εγώ ήμην χριστιανός, Μάρκος το όνομά μου· κατάγομαι από την
Θεσσαλονίκην»[5].
Κατηγορούμενος πως τάχα βλασφήμησε τον Μωάμεθ, οδηγήθηκε ενώπιον των αρχών και
μαρτύρησε ο επίσης λαϊκός Μιχαήλ ο εξ Αγράφων[6].
Με τη συκοφαντία πως είχε αλλαξοπιστήσει, επειδή συζητώντας με έναν μουσουλμάνο
είχε προφέρει το πιστεύω του Ισλάμ, ο λαϊκός λόγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης
σύρθηκε ενώπιον του οθωμανού δικαστή, όπου ομολόγησε την πίστη του και
απαγχονίστηκε σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1774[7].
Στους λεγόμενους «εξ αρνησιχρίστων» νεομάρτυρες ανήκει και ο θεσσαλονικιός
νεομάρτυς Αλέξανδρος, ο οποίος είχε αλλαξοπιστήσει εκούσια και μάλιστα είχε
γίνει δερβίσης στη Σμύρνη. Αφού μεταμελήθηκε, αποφάσισε να ομολογήσει δημόσια
την επιστροφή του στην Εκκλησία, πράγμα που του κόστισε τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο, στις 24 Μαΐου 1794[8].
Αρκετές περιπτώσεις μαρτυρίου
της ίδιας κατηγορίας συνδέονται αιτιακά με τη μόνιμη και συχνά εκβιαστική
προσπάθεια των κρατούντων να εξισλαμίσουν τους χριστιανούς υπηκόους της
αυτοκρατορίας, όπως ο νεομάρτυς Ιωάννης από τη Μονεμβασιά. Ο Τούρκος της
Θεσσαλονίκης, στον οποίο είχε πουληθεί από τη μητέρα του ο Ιωάννης, προσπαθούσε
μάταια να τον εξισλαμίσει, μέχρι που τον κατέσφαξε στις 21 Οκτωβρίου 1773[9].
Ανάλογη είναι και η περίπτωση του νεαρού Αναστασίου από τη Βουλγαρία, που
εικοσαετής ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να μάθει την τέχνη του «τουφεξή»
(οπλοποιού)[10].
Αρνούμενος πεισματικά τις πιέσεις κάποιων Οθωμανών να εξισλαμισθεί οδηγήθηκε στο
μαρτύριο. Μια συγκινητική περίπτωση νεαρής νεομάρτυρος, που πιεζόταν να
εξισλαμιστεί από τον ίδιο τον εξωμότη πατέρα της, ήταν η Ακυλίνα, που
παραμένοντας σταθερή στην «ομολογία της πίστεώς» της υποβλήθηκε σε φρικτά
βασανιστήρια προτού ξεψυχήσει στις 27 Σεπτεμβρίου του 1764. Τρεις νεομάρτυρες
οδηγήθηκαν στην δι’ απαγχονισμού εκτέλεση επειδή παρενέβησαν σε ισάριθμες
απόπειρες εξισλαμισμού άλλων χριστιανών: ο λαϊκός Αργύριος ή Αργυρός από την
Επανωμή, που μαρτύρησε στις 11 Μαΐου του 1806[11]·
ο επίσης λαϊκός, μαθητευόμενος «αμπατζής» (ράφτης) Χριστόδουλος από την
Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής, που μαρτύρησε στις 28 Ιουλίου 1777[12]
καθώς και ο αγιορείτης μοναχός Δαβίδ από το Αϊβαλί, που μαρτύρησε στις 26
Ιουνίου 1813[13].
Στην ίδια πάντοτε ομάδα
νεομαρτύρων, εντοπίζουμε και ορισμένες περιπτώσεις αυτόκλητου μαρτυρίου, δηλαδή
του μαρτυρίου που προκάλεσαν δίχως εξωτερική παρέμβαση οι ίδιοι οι χριστιανοί
προκειμένου να λάβουν τον στέφανο του μαρτυρίου. Στις περιπτώσεις αυτές, οι
επίδοξοι μάρτυρες παρουσιάζονταν αυτόκλητοι ενώπιον των οθωμανικών αρχών και
διακήρυτταν την χριστιανική πίστη τους, συχνά πλαισιωμένη με υποτιμητικές
κρίσεις ή ύβρεις εις βάρος της μουσουλμανικής.
Ανάμεσα στους νεομάρτυρες της
Θεσσαλονίκης, τέσσερις είναι εκείνοι που αναμφισβήτητα ανήκουν σε αυτό το
τυπολογικό υποσύνολο: Ο μαθητής του αγίου Νήφωνος Κωνσταντινουπόλεως οσιομάρτυς
Μακάριος, ο οποίος αφού κήρυξε δημόσια την χριστιανική πίστη, συνελήφθη,
βασανίστηκε και τελικά αποκεφαλίσθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1527[14]·
ο ιερομάρτυς Κυπριανός από τα Άγραφα, επίσης αγιορείτης ιερομόναχος, ο οποίος
μετέβη αυτόκλητος στη Θεσσαλονίκη για να ομολογήσει την πίστη του ενώπιον των
αλλόθρησκων κρατούντων, όμως αφού εκδιώχθηκε από την πόλη ως «παράφρων» και
«τρελλός», κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εντέλει μαρτύρησε, «εις την
θύραν της πατριαρχικής εκκλησίας[15].
Η ίδια δίψα για το μαρτύριο οδήγησε τον μοναχό Ρωμανό να εγκαταλείψει το Άγιον
Όρος για τη Θεσσαλονίκη, όπου ομολόγησε δημόσια την πίστη του στον Χριστό
μπροστά στον τοπικό κριτή, πράγμα που τον οδήγησε στην δι’ αποκεφαλισμού
εκτέλεση[16]. Την ομάδα αυτή συμπληρώνει και ο προαναφερθείς μοναχός Δαβίδ, εφόσον
όπως μαρτυρούν οι πηγές, είχε εγκαταλείψει το Άγιον Όρος για τη Θεσσαλονίκη με
τη δίψα να μαρτυρήσει, ανεξάρτητα από το αν, όπως είδαμε παραπάνω, η τελική
αφορμή του μαρτυρίου του ήταν διαφορετική.
Μια άλλη τυπολογική ομάδα
νεομαρτύρων συνθέτουν και εκείνοι που είτε είχαν πρωταγωνιστήσει σε μια
αποτυχημένη πολιτική εξέγερση είτε απλώς κατηγορήθηκαν πως είχαν συμμετάσχει σ’
αυτήν και αναγκάζονταν από τις αρχές να διαλέξουν είτε τον εξισλαμισμό είτε τον
θάνατο. Στη συγκεκριμένη κατηγορία συναριθμούνται αρκετοί οσιομάρτυρες και
ιερομάρτυρες της Θεσσαλονίκης, όπως οι επίσκοποι Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και Κίτρους
Μελέτιος και οι οσιομάρτυρες Βενέδικτος, Τιμόθεος, Παύλος και Συνέσιος που
θανατώθηκαν από τους Οθωμανούς στη Θεσσαλονίκη το 1821, τη χρονιά που ξέσπασε ο
αγώνας της εθνεγερσίας[17].
Κοντά σε αυτές τις επώνυμες περιπτώσεις, αξίζει να αναφέρουμε και τους ρξδ΄
(164) νεομάρτυρες που θανατώθηκαν κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με ένα υπόμνημα
του Δοσιθέου Κωνσταμονίτου, ο οποίος στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ομολογητή
Γερμανού Σταυρονικητιανού. Οι νεομάρτυρες ήταν αθωνίτες μοναχοί που εγκαταβίωναν
σε αγιορειτικά μετόχια της Θεσσαλονίκης και μαζί με άλλους ευσεβείς λαϊκούς
συμπολίτες τους έγιναν στόχος της αντιχριστιανικής μανίας του Ρομπούτ πασά κατά
την άφιξή του στην πόλη. Στο ίδιο υπόμνημα αναφέρεται και μια ομάδα ιστ΄ (16)
μοναχών της Μεγίστης Λαύρας που μαρτύρησαν κατά την ίδια περίοδο[18].
3. Θεολογικοί
χειρισμοί
3.1. Πνευματικά κατορθώματα και
ποιμαντικές χρήσεις
Συνυφασμένοι με αυτή τα
δραματικά γεγονότα της εποχής είναι και οι θεολογικοί χειρισμοί και οι
ποιμαντικές απηχήσεις του φαινομένου των νεομαρτύρων. Κατ’ αρχάς οι νεομάρτυρες
επικαιροποιούν, ανανεώνουν και ανακαινίζουν ολόκληρη την ορθόδοξη πίστη,
αναβιώνοντας το αγωνιστικό ήθος και τον
εσχατολογικό ενθουσιασμό των αρχαίων μαρτύρων[19].
Μια εξαιρετικά σημαντική διάσταση του παραδείγματος των νεομαρτύρων είναι η
ιεραποστολική. Τη διάσταση αυτή επαληθεύουν εκείνοι οι νεομαρτύρες της
Θεσσαλονίκης που κήρυξαν με παρρησία την πίστη στον Χριστό, συχνά ελέγχοντας ή
λοιδορώντας την πίστη του Ισλάμ ως ψευδή[20],
εκείνοι που παρέμειναν αταλάντευτοι στην Ορθόδοξη πίστη αντιστεκόμενοι με σθένος
στις πιέσεις που δέχονταν να εξισλαμισθούν και, βέβαια, εκείνοι που πάσχισαν να
αποτρέψουν τον εξισλαμισμό κάποιων συγχρόνων τους ή να μεταπείσουν ήδη αποστάτες
πρώην χριστιανούς.
Μια άλλη διάσταση που επενδύει
θεολογικά το παράδειγμα των νεομαρτύρων είναι ο θρίαμβος της εκκλησιαστικής
αλήθειας. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο, ο οποίος εν προκειμένω, απηχεί το
ομολογιακό πνεύμα της εποχής του, οι νεομάρτυρες επιβεβαιώνουν την αλήθεια της
Εκκλησίας απέναντι στους αλλοθρήσκους αλλά και στους αλλοδόξους. Συνεκδοχικά, οι
νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης αποτελούν ζωντανές αποδείξεις της ομολογιακής
ταυτότητας και της δογματικής τους ιδιοπροσωπίας, μ’ ένα λόγο της αλήθειας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία τους ανέθρεψε και στη συνέχεια καυχάται για τα δικά
τους νικηφόρα παλαίσματα και ευεργετείται από αυτά. Ένα ανάγλυφο παράδειγμα
αυτής της πραγματικότητας αποτυπώνεται στο συναξάρι του νεομάρτυρος
Χριστοδούλου. Οι σύγχρονοί του χριστιανοί, αφού χρημάτισαν τις τουρκικές αρχές
για να εξασφαλίσουν το σκήνωμά του, στη συνέχεια «επήραν χάριν ευλαβείας και
αγιασμού από το σχοινίον του Μάρτυρος, και από το υποκάμισόν του· και όταν αυτοί
εγίνοντο ασθενείς, εκαπνίζοντο από αυτά και ιατρεύοντο· ομοίως και όταν άλλοι
ησθένουν, τα έπαιρναν, και καπνιζόμενοι, ή σφραγιζόμενοι με αυτά, εγίνοντο
υγιείς, εις δόξαν Θεού, του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντος»[21].
Ένα ακόμη στοιχείο, που
διαλέγεται ρωμαλέα με τις απαιτήσεις της εποχής είναι η αγόγγυστη καρτερία που
αναδεικνύει τους νεομάρτυρες σε εκφραστές μια γνήσια βιβλικής παθητικής
αντίστασης, καθώς υφίστανται τη βία δίχως να την ανταποδίδουν[22].
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας χριστιανικής καρτερίας παρουσιάζει το
συναξάρι της νεομάρτυρος Κυράννας. Ήταν ακόμη ζεστό το βασανισμένο και άψυχο
σώμα της νεαρής χριστιανής, όταν ένα ολόλαμπρο φως, πλημμύρισε το κελί του
μαρτυρίου της και ολόκληρη τη φυλακή, πυροδοτώντας τον ενθουσιασμό των
παριστάμενων χριστιανών που με παρρησία άρχισαν να φωνάζουν το «Κύριε ελέησον»,
ενώ οι οθωμανές συγκρατούμενες ολοφύρονταν από τον φόβο της ουράνιας τιμωρίας
για τον άδικο χαμό της χριστιανοπούλας[23].
Μια επιπλέον παρατήρηση σχετικά
με τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης αφορά εκείνους που προσήλθαν αυτόκλητοι στο
μαρτύριο. Ο άγιος Νικόδημος χαρακτηρίζει αυτό το μαρτύριο «κινδυνώδες και όχι
τόσο νόμιμον», και δικαιολογεί τη χρήση του κυρίως για τους πρώην εξωμότες
χριστιανούς που καλούνταν να αντισταθμίσουν το βαρύ αμάρτημα της αποστασίας με
μια αιμάτινη ομολογία, ει δυνατόν, στον τόπο της άρνησης[24].
Εντούτοις, όπως αποκαλύπτει μια
προσεκτική μελέτη των σχετικών κειμένων, το αυτόκλητο μαρτύριο ούτε αφορούσε
μόνο πρώην αποστάτες, όπως τον προαναφερθέντα Αλέξανδρο τον δερβίση, ούτε
αντιμετωπιζόταν πάντα με θεολογικές ή ποιμαντικές επιφυλάξεις. Μπορεί οι
συμμοναστές του ιερομάρτυρα Κυπριανού να
τον συμβούλευσαν να μην επιδιώξει το μαρτύριο, υπενθυμίζοντάς του με φρόνηση
«την ασθένειαν της σαρκός και το του τέλους άδηλον», όμως αντίθετη στάση είχε
και ο πνευματικός καθοδηγητής του ιερομάρτυρα Ρωμανού Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης,
και ο πατριάρχης Νήφων που συγκατένευσε στην επιθυμία του ιερομάρτυρος Μακαρίου
να προκαλέσει μια αιμάτινη ομολογία πίστης, και ο πρώην Χρυσουπόλεως Παγκράτιος,
ο οποίος επευλόγησε τον ζήλο για το μαρτύριο του ιερομάρτυρα Δαβίδ.
Πιθανόν να μην είναι δίχως
σημασία η παρατήρηση ότι και οι τέσσερις αυτόκλητοι νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης
ήταν μοναχοί, οι οποίοι είτε θεώρησαν τον στέφανο του οσιακού βίου ελάσσονα του
μαρτυρικού, είτε θέλησαν να τους κερδίσουν και τους δύο.
3.2. Από την επικαιρότητα στη
διαχρονικότητα
Η έστω βιαστική και
αποσπασματική αναφορά μας σε συγκεκριμένα παραδείγματα νεομαρτύρων κατέδειξε την αδιάρρηκτη σχέση του αγώνα και
του θανάτου των νεομαρτύρων με το ιστορικό πλαίσιο. Πράγματι, με τον ίδιο τρόπο
που τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών διαλέγονται αιτιακά με την εχθρότητα και
το μίσος του εθνικού και ιουδαϊκού περιβάλλοντος, αναλόγως και οι νεομάρτυρες
γεννήθηκαν μέσα από τις ιστορικές ωδίνες μιας αλλόθρησκης και εν πολλοίς
μισαλλόδοξης κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, όμως, και οι δύο ομάδες αυτών των ηρώων της
πίστης, πέρα από τα δραματικά συμφραζόμενα της ιστορικής παρουσίας τους ή,
σωστότερα, μέσα από αυτά, κατόρθωσαν να αρθρώσουν μια διαχρονική απάντηση
απέναντι στις συγκεκριμένες επικαιρικές προκλήσεις της εποχής τους. Πράγμα που
μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε στον θεολογικό πυρήνα του παραδείγματός
τους.
Αυτή η διαχρονικότητα της
απάντησης ή στάσης των μαρτύρων οφείλεται στο βιβλικά συνεπή και κατ’ εξοχήν
χριστοκεντρικό περιεχόμενό της. Οι μάρτυρες και εν προκειμένω οι νεομάρτυρες της
Θεσσαλονίκης, με τον βίο και κυρίως τον θάνατό τους ακολούθησαν το βιβλικό
αίτημα του εξαγιασμού[25]
και της μίμησης[26]
του «αρχιμάρτυρος» Χριστού[27],
που κορυφώνεται στη σταυρική αυτοθυσία.
Όμως, η χριστοκεντρικότητα της
παρουσίας και της απήχησης των νεομαρτύρων δεν περιορίζεται μόνο στην
αταλάντευτη πίστη, στη αφοβία τους απέναντι στη βία των κρατούντων και στην
εκούσια θυσία. Κατά τη γνώμη μας, εισχωρεί και επικαιροποιεί με έναν τρόπο
ανάγλυφο και δραματικό το ίδιο το μυστήριο της θεανδρικής οντολογίας του Ιησού
Χριστού. Πράγματι, αυτός ο συνδυασμός της επικαιρότητας και της διαχρονικότητας,
του ενθάδε και του επέκεινα, της ιστορικότητας και της εσχατολογίας που
σφραγίζει την παρουσία των νεομαρτύρων μοιάζει να σχολιάζει εμπειρικά και να
εμπεδώνει στη συνείδηση της πιστεύουσας κοινότητας τη θεμελιώδη αλήθεια που
μοιράζονται τα μέλη της για τον Ιησού Χριστό. Πως δηλαδή πρόκειται για τον
αναμενόμενο Υιό του Θεού και για τον τέλειο Υιό του Ανθρώπου, που με την
ενσάρκωσή του μεταμορφώσε την ιστορία σε μυστηριακό πρόναο της ουράνιας
Βασιλείας.
4.
Συμπερασματικά
Η αγιότητα και εν προκειμένω η
αγιότητα του αίματος δεν είναι ένα ατομικό κατόρθωμα ή, έστω, ένα εξαιρετικό
χάρισμα που παραχωρεί ο Θεός σε κάποιους εκλεκτούς του. Είναι πρωτίστως, αν όχι
αποκλειστικά, ένα γεγονός εκκλησιαστικό και εκκλησιολογικό[28].
Ο άγιος αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο μέλος μιας πιστεύουσας κοινότητας,
ενοριακής, μοναστηριακής ή επισκοπικής. Γι’ αυτό και η αγιότητά του συναρτάται
με τα πνευματικά αντανακλαστικά και την ταυτότητα της Εκκλησίας, στην οποία
ανήκει και την οποία εκφράζει με την αιμάτινη ομολογία του.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται
κατανοητό πως οι νεομάρτυρες της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης δεν αποτελούν
σκόρπιες πινελιές στο χριστιανικό της πορτρέτο, ούτε, βέβαια, αμφίβολης
ιστορικότητας πρωταγωνιστές της ντόπιας λαογραφικής παράδοσης, αλλά ζωντανά και
δομικά συστατικά της πνευματικής της φυσιογνωμίας. Στην πλειονότητά τους,
άνθρωποι απλοί δίχως οικονομική επιφάνεια ή κοινωνικό εκτόπισμα, χωρίς κοσμικά ή
εκκλησιαστικά αξιώματα, νεαρά κορίτσια και παλικάρια του καθημερινού μόχθου,
κατόρθωσαν να ενισχύσουν το φρόνημα του λαού επαναφέροντας δυναμικά στο
προσκήνιο τη λαϊκή αγιότητα και να αποδείξουν με τον πλέον δραματικό και
ψηλαφητό τρόπο την πνευματική ικμάδα της χειμαζόμενης τοπικής Εκκλησίας. Γι’
αυτό και παρά τη βραχύχρονη, ολιγόλογη ή και σιωπηλή παρουσία τους στη
Θεσσαλονίκη αναδεικνύονται σε διαχρονικά τεκμήρια της αγιοτόκου μητρότητάς
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου