Στα Καρούλια!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το
κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν
υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος∙ δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυο, υπήρχε ένα∙ το Ένα, ο Ένας.
Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος∙ από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή
να γυρίσει∙ βλογημένος ο θάνατος! τί ‘ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν∙ γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν από τα
χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε∙ είμαι ευτυχής, παιδί μου∙ κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του
μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής∙ μα είδα ήταν ακόμα
πολύ ενωρίς∙ η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο
μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω,
σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε∙ άε στο καλό∙ ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα∙ και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο
τόσο ωραίo.
Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964.
πηγή : Ιερά Μητρόπολις Λευκάδος και Ιθάκης |
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το
κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν
υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος∙ δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυο, υπήρχε ένα∙ το Ένα, ο Ένας.
Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος∙ από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή
να γυρίσει∙ βλογημένος ο θάνατος! τί ‘ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν∙ γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν από τα
χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε∙ είμαι ευτυχής, παιδί μου∙ κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του
μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής∙ μα είδα ήταν ακόμα
πολύ ενωρίς∙ η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο
μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω,
σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε∙ άε στο καλό∙ ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα∙ και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο
τόσο ωραίo.
Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964.
πηγή : Ιερά Μητρόπολις Λευκάδος και Ιθάκης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου