Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Περί της Αγίας Τριάδος: Θεολογική προσέγγιση μέ βάση τά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ


Τοῦ Ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
 Εἶναι γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τήν τέλεια πίστη, δέν τήν γνωρίζουμε. Ἔτσι οὔτε οἱ ἵδιοι μποροῦμε νά ἐντρυφοῦμε καί νά χαιρόμαστε αὐτά πού πιστεύουμε οὔτε καί στούς ἄλλους -καλοπροαίρετους ἤ κακοπροαίρετους-  μποροῦμε  μέ εὐχέρεια νά διαλεγόμαστε καί νά ἀπαντοῦμε.
Ἡ βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκεται στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», στό ὁποῖο ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν Τριαδικό Θεό. Ἄν καί ἐμφανίστηκαν πολλές αἱρέσεις πού δέν ἐξέφραζαν ὀρθά τήν πίστη αὐτή στήν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, καταλήξαμε μετά ἀπό αἰῶνες, μέσῳ δυσκολιῶν πολλῶν καί αἷματος ἀκόμα, στήν ἀλήθεια τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅμως τό θέμα αὐτό, ἐνῶ εἶναι πολύ σημαντικό, δέν εἶναι ἀπό τά πιό γνωστά πού ἀναπτύσονται ἀπό ἱερεῖς καί θεολόγους σέ ἐνορίες καί γενικότερα σέ ἱερές συνάξεις. Προτιμοῦν ἄλλα θέματα, τά λεγόμενα ψυχοφέλημα, ἴσως ἐπειδή θεωρεῖτε δύσκολο θέμα, ἀφοῦ γιά τήν κατανόηση του δέν χρειάζεται μόνο εὐφυΐα καί ἀρκετή μελέτη ἀλλά κυρίως ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Παρόλη ὅμως τήν ὄντως δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος θά προσπαθήσουμε νά ἀναφέρουμε μέ ἁπλό τρόπο ὅσα κατά βάση λέγει ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀλλά καί ἄλλοι θεολόγοι.
Ἀπό τήν νεαρή μου ἡλικία ἀκούγοντας γιά τήν ἁγία Τριάδα καί σκεπτόμενος πιό συγκεκριμένα τήν σχέση τῶν προσώπων πού τήν ἀποτελοῦν δηλαδή τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό ἅγιο Πνεῦμα, δέν μποροῦσα νά τήν καταλάβω, ἔστω μέ ἕνα πρακτικό παράδειγμα.[1] Στήν Θεολογική Σχολή ὅμως διδάχθηκα καί κατανόησα κάπως τήν σχέση αὐτή.[2] Πρόκειται γιά ἕνα παράδειγμα πολύ χαρακτηριστικό, τό ὁποῖο χρησιμοποιῶ σέ ἐπίκαιρες ὁμιλίες καί δίνεται στούς ἀκροατές μιά πρώτη προσέγγιση. Ἄς σκεφθοῦμε λοιπόν τήν εἰκόνα μιᾶς πηγῆς νεροῦ πού συναντοῦμε στήν ἐπαρχία. Ἡ πηγή καθεαυτήν εἶναι ὁ Πατήρ, τό αὐλάκι πού ρέει τό νερό εἶναι ὁ Υἱός καί τό ἴδιο τό νερό εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα.[3] Ἄρα ὁ Πατήρ εἶναι ἡ πηγή τῆς θεότητας καί εἶναι μοναδικό τό ἔργο Του αὐτό. Μοναδικό ὅμως εἶναι καί τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ (τό αὐλάκι) ἀφοῦ αὐτός ἔρχεται στόν κόσμο γινόμενος ἄνθρωπος, ἄρα τό ἰδίωμά[4] του εἶναι ὅτι γεννᾶται καί γεννᾶται συνεχῶς ἀπό τόν Πατέρα ὡς συνάναρχος καί ὁμοούσιος μέ αὐτόν. Βέβαια, ὡς ἄνθρωπος γεννήθηκε μιά καί μοναδική φορά καί αὐτό ἔγινε σέ κάποια δεδομένη χρονική στιγμή καί αὐτό τό ὀνομάζουμε γέννηση «ἐν χρόνῳ». Τό ἅγιο Πνεῦμα στό παράδειγμα πού ἀναφέραμε εἶναι τό νερό, τό ὁποῖο ἔρχεται καί δροσίζει τήν δημιουργία καί κυρίως τήν κορωνίδα αὐτῆς, τόν ἄνθρωπο. Κανένα ἀπό τά τρία δέν μπορεῖ νά λείψει ὡς μέρος τῆς πηγῆς, γιατί ἄν λείψει παύει νά ὑπάρχει πηγή. Παρομοίως καί ἀναλογικῶς συμβαίνει μέ τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ὅλα ἔχουν τό ξεχωριστό καί μοναδικό ρόλο τους-τό ἰδίωμά τους δηλαδή- καί κανένα δέν εἶναι κατώτερο ἤ ἀνώτερο ἀπό τό ἄλλο, ἀφοῦ εἶναι μεταξύ τους ὁμοούσια. Τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ Θεός μᾶς τήν  ἀποκάλυψε ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως διαβάζουμε στήν Γένεση[5], μέσω τῶν δικαίων καί τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν συνέχεια διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.[6]
Αὐτά πού προαναφέραμε ἀφοροῦν ἀλήθειες τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης ἀλλά ὑπάρχουν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά τόν Χριστό καί ἐννοοῦν κάτι τελείως διαφορετικό. Δέν πιστεύουν μόνο σέ ἕναν ἄλλο, διαφορετικό Χριστό, ἀλλά καί σέ μιά ἄλλη Παναγία καί ἀκόμα σέ μία ἄλλη Ἁγία Τριάδα. Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ ὅτι μπορεῖ νά μήν εἶναι αὐτά τόσο σημαντικά πού νά μᾶς διαφοροποιοῦν καί νά μᾶς διχάζουν μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ ἀπάντηση σέ αὐτούς εἶναι ἁπλῆ˙ εἶναι πάρα πολύ σημαντικά γιατί μιά διαφορετική ἁγία Τριάδα παραχαράσει τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ἁγιότητα, στήν θέωση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου καί μέσω αὐτοῦ στήν ἀναδημιουργία ὅλης τῆς κτίσης. Ἡ ὁδός τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι ἴδια μέ ἐκείνη πού διάβηκαν καί χάραξαν οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.[7] Ἄρα εἶναι πολύ σημαντικό, καθοριστικό θά λέγαμε, νά ἀκολουθοῦμε τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, γιατί ἀποτελοῦν τό ἀπόσταγμα ὅσων οἱ ἅγιοι αὐτοί βίωσαν, κατέγραψαν καί μᾶς ἄφησαν σάν ἱερά παρακαταθήκη. Ἔτσι, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι δέν εἴμαστε φωτισμένοι καί πρέπει νά τό παραδεχθοῦμε αὐτό, ἄς ἀνατρέχουμε σέ ἐκείνους πού βρέθηκαν λουσμένοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό αὐτούς νά πίνουμε καθαρό νερό, ἐπικαλούμενοι καί ἐμεῖς τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.[8]
Ἄς ἀναφέρουμε καί μερικά στοιχεία ἀκόμα περί τοῦ θέματος.
Ἄν θελήσουμε νά προσδιορίσουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν θά μπορέσουμε φυσικά διότι αὐτή εἶναι παντελῶς ἄγνωστη καί ἀκατάληπτη στούς ἀνθρώπους.[9] Ὄντως, μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε νά ἔχουμε καμμία γνώση καί ἐπαφή. Ἐπίσης, νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἕνας καί τέλειος καί ὄχι τρεῖς ὅπως ἔχει στό παρελθόν ὑποστηριχθεῖ.[10] Τρία εἶναι τα πρόσωπά Του, ἔχουν ὅμως μεταξύ τους μία κοινή οὐσία[11] καί τά πρόσωπα αὐτά θά ὑπάρχουν πάντοτε διότι ὁ Θεός δέν ἔχει τέλος.[12] Ὁ προφήτης γιά τό θέμα αὐτό λέει:« Θεός πρῶτος, ἐγώ καί μετά ταῦτα καί πλήν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός καί μετ᾽ἐμέ οὐκ ἔσται καί πλήν ἐμοῦ οὐκ ἔστι».[13] Ἐνῶ ὅμως δέν γνωρίζουμε τίποτα γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ τόν γνωρίζουμε μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Γιά νά κατανοήσουμε τό θέμα ἄς σκεφθοῦμε τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου. Μέ τόν ἥλιο δέν μπορῶ νά ἔρθω σέ ἐπαφή ἀλλά ἐπικοινωνῶ μέ αὐτόν μέσω τῶν φωτεινῶν του ἀκτίνων.[14] Τέλος, αὐτό πού γνωρίζουμε γιά τόν Θεό εἶναι αὐτό πού ὁ Ἴδιος μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι δηλαδή «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί».[15]
Ὅμως, ἄς ποῦμε δυό λόγια γιά τό κάθε πρόσωπο ξεχωριστά ὅπως καί γιά τήν σχέση τῶν προσώπων μεταξύ τους.
Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία ὅλων.[16] Αὐτός δέν γεννήθηκε ἀπό κανέναν,[17] καί εἶναι ὁ μόνος χωρίς αἰτία καί χωρίς γέννηση. Εἶναι ὁ δημιουργός ὅλων καί Πατέρας κατά φύση ἑνός μόνο, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, τοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμη εἶναι ὁ προβολέας τοῦ ἁγίου Πνεύματος.[18]
Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα προαιωνίως. Εἶναι, ὅπως τό ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, «Φῶς ἐκ Φωτός»,« Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ». Εἶναι σημαντική ἡ λέξη γεννήθηκε καί ὄχι δημιουργήθηκε ὅπως πίστευε ὁ Ἄρειος καί οἱ ὀπαδοί του, θεώρηση πού καταδικάστηκε ἀπό τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄχρονη καί ἄναρχη ἀφοῦ ὁ Υἱός ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα καί μέσα σ᾽αὐτόν, γεννημένος ἀπό αὐτόν πρό πάντων τῶν αἰώνων δηλαδή χωρίς χρονική ἀρχή.[19] Δέν ὑπῆρχε ποτέ ὁ Πατέρας χωρίς νά ὑπάρχει ὁ Υἱός ἀλλά ὑπάρχουν συγχρόνως καί γι᾽αὐτό ὁ Πατέρας ὀνομάζεται ἄναρχος καί ὁ Υἱός συνάναρχος.[20] Μιά ὑπόθεση πού κινεῖται στά πλαίσια τῆς βλασφημίας εἶναι ὅτι  πιθανόν ὁ Πατέρας ἔγινε Πατέρας μετά τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ. Ἄλλά αὐτό σημαῖνει ὅτι ἔγινε Πατέρας ἀφοῦ γέννησε τόν Υἱό δηλαδή τότε ἔγινε Πατέρας. Μέ αὐτήν τήν προσέγγιση ἔχουμε μεταβολή στό Θεό. Δέν μπορεῖ ὅμως αὐτό νά ἰσχύει γιά τόν Θεό. Εἶναι τουλάχιστον ἀνυπόστατο νά λέμε ὅτι μεσολάβησε χρόνος γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Υἱοῦ.[21] Καί ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ μιά διαφορά. Ἡ κτίση πού θά δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Θεό δέν ἔγινε ἀπό τήν οὐσία Του ἀλλά ἀπό τήν βούληση καί τήν δύναμή Του.[22] Δέν ἔγινε μέ κόπο ἤ μόχθο ἀλλά «εἶπε καί ἐγένετο».[23] Ἡ κτίση λοιπόν εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀλλά ὄχι συναΐδια μέ τόν δημιουργό της.
Ἄς ἀναφέρουμε καί μερικά χαρακτηριστικά σχετικά μέ τόν Υἱό.
Μιά ἐπιτυχημένη εἰκόνα γιά τήν σχέση Πατρός καί Υἱοῦ εἶναι τοῦ φωτός. Τό φῶς πού γεννᾶται διαρκῶς ἀπό τήν φωτιά ὑπάρχει πάντοτε σέ αὐτήν, ἔτσι καί ὁ Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα, χωρίς νά χωρίζεται καθόλου ἀπό αὐτόν καί μάλιστα μένει πάντοτε μέσα σ᾽αὐτόν. Ἐνῶ ὅμως τό φῶς πού γεννιέται ἀπό τήν φωτιά χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν δέν ἔχει δική του ὑπόσταση δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ἀφοῦ ὁ δεύτερος ἔχει δική του ξεχωριστή ὑπόσταση. Ἔτσι, λέμε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τέλειος, ἐνυπόστατος καί ὅμοιος μέ τόν Πατέρα ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία.[24] Ἄς ἀφήσουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δμασκηνό νά περιγράφει τό προκείμενο θέμα: « Ὁ Θεός ὅμως, ἐπειδή ὑπάρχει πάντοτε καί εἶναι τέλειος, θά ἔχει καί τόν Λόγο του τέλειο καί ἐνυπόστατο, πού ὑπάρχει πάντοτε καί ζεῖ καί ἔχει τά πάντα, ὅσα ὁ Πατέρας πού τόν γέννησε.  Κατά συνέπεια, ὅπως ὁ δικός μας λόγος, πού προέρχεται ἀπό τόν νοῦ, οὔτε ἐξ ὁλοκλήρου ἴδιος μέ τόν νοῦ εἶναι οὔτε διαφορετικός πέρα γιά πέρα -γιατί ἐνῶ προέρχεται ἀπό τόν νοῦ, εἶναι κοντά του διαφορετικός, φανερώνοντας ὅμως αὐτόν δέν εἶναι πέρα γιά πέρα διαφορετικός ἀπό τόν νοῦ, ἀλλά ἀπό τήν μιά μεριά εἶναι κατά φύση ἕνα μέ αὐτόν καί ἀπό τήν ἄλλη διαφορετικός κατά τό ὑποκείμενο- ἔτσι καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, κατά τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του ξεχωρίζει ἀπό ἐκεῖνον, ἀπό τόν ὁποῖον ἔχει τήν ὑπόσταση, κατά τό ὅτι ὅμως ἔχει νά δείξει ὅσα βλέπουμε στόν Πατέρα, εἶναι κατά τή φύση ὁ ἴδιος μέ ἐκεῖνον˙ καί ὅπως ἀκριβῶς ἡ τελειότητα θεωρεῖται στόν Πατέρα ὁλοκληρωτικά, ἔτσι θεωρηθεῖ καί στόν Λόγο πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπ᾽αὐτόν».[25]
Τόν Υἱό ὀνομάζουμε μονογενή γιατί μόνος αὐτός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα μέ μοναδικό τρόπο καί δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τόν τρόπο πού γίνεται αὐτή ἡ γέννηση, εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἀκατάληπτο.[26] Ὅμως ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο σχετικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τοῦ θέματος. Ὁ Θεός Πατήρ ἐνεργεῖ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι.[27] Δηλαδή ὅσα κάνει ὁ Πατήρ τά κάνει διά τοῦ Υἱοῦ του  ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν χρησιμοποιεῖ σάν ὄργανο ἀλλά ὡς φυσική καί ἐνυπόστατη δύναμη. Καί ὅπως λέμε ὅτι ἡ φωτιά φωτίζει, καί ἐπίσης λέμε ὅτι τό φῶς τῆς φωτιᾶς φωτίζει, ἔτσι λέμε ὅτι ὅσα κάνει ὁ Πατέρας, τά κάνει ἐξίσου καί ὁ Υἱός. Μέ τήν διαφορά ὅτι τό φῶς δέν ἔχει δική του ξεχωριστή ὑπόσταση.[28]
Ἄς ἀναφέρουμε ὅμως καί δύο λόγια γιά τό τρίτο πρόσωπο τῆς Τριάδος, τό ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως εἴδαμε, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐπίσης μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καί τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα ἀναφέροντας: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».[29]
Ἀκόμη, στό Σύμβολο τῆς Πίστεως διαβάζουμε: « Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον…». Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἄκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, παντουργό, παντοδύναμο, ἀπειροδύναμο˙ πού δεσπόζει ὅλης τῆς κτίσεως καί δέν δεσπόζεται˙πού θεοποιεῖ καί δέν θεοποιεῖται˙ πού γεμίζει καί δέν γεμίζεται˙ πού μετέχεται καί δέν μετέχει˙ πού ἁγιάζει καί δέν ἁγιάζεται˙ παράκλητον μέ τήν ἔννοια ὅτι δέχεται τίς παρακλήσεις ὅλων. Εἶναι καί αὐτό ἐνυπόστατο δηλαδή ὑπάρχει ὡς ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἀχώριστο ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἀφοῦ ἔχει ὅλα ὅσα ἔχουν αὐτοί ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία καί τήν γέννηση.[30] Ἕνα σημαντικό ἐρώτημα πού μπορεῖ νά θέσει κάποιος εἶναι ποιά εἶναι ἡ διαφορά στήν γέννηση καί τήν ἐκπόρευση, ἀλλά αὐτό μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστο.[31]  Περιοριζόμαστε νά ποῦμε μόνο ὅτι ἄν ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ μέ ἀνθρώπινα μεγέθη, ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραμένει ἐντελῶς ἀκατάληπτη. Πάντως ἰσχύει ὅτι ἡ ἐκπόρευση αὐτή συμβαίνει συνεχῶς καί ἀχρόνως. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ ἐκπόρευση δέν συγχέεται μέ τήν γέννηση γιατί ἄν συνέβαινε αὐτό θά ὑπήρχαν στήν θεότητα, ἐκτός ἀπό τόν Πατέρα, δύο ἐντελῶς ἴδια πρόσωπα. Ἐπειδή ὁρισμένοι ἀμφισβήτησαν τήν ὕπαρξη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀναφέρουμε τά ὅσα ἀναφέρει περί αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: « Γιά τόν Λόγο λέγει ὁ Δαυίδ˙ «Εἰς τόν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ»[32], καί πάλι˙ «Ἀπέστειλε τόν λόγον αὐτοῦ καί ἰάσατο αὐτούς».[33] Ὅμως ὁ προφορικός λόγος δέν στέλνεται οὔτε παραμένει στούς αἰῶνες. Γιά τό Πνεῦμα ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ λέει˙ «Ἐξαποστελεῖς τό πνεῦμά σου, καί κτισθήσονται»[34], καί πάλι˙ « Τῶ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν, καί τῶ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν»[35], καί ὁ Ἰώβ˙ «Πνεῦμα θεῖον τό ποιῆσάν με, πνοή δέ παντοκράτορος ἡ συνέχουσά με»[36]. «Ὅμως πνεῦμα πού στέλνεται καί δημιουργεῖ καί στερεώνει καί συνέχει δέν εἶναι φύσημα πού χάνεται, ὅπως καί τό στόμα τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι σωματικό μέλος˙ καί τά δύο πρέπει νά νοηθοῦν κατά θεοτερπῆ τρόπο.»[37]
Ἀλλά ἄς φθάσουμε σέ ἕνα τελευταῖο ἀλλά πολύ σημαντικό ἐρώτημα.
Τί σημαίνει ὅμως γιά τόν καθένα μας ἡ κοινωνία τῶν θείων Προσώπων στήν ἁγία Τριάδα;
Γνωρίζουμε ὅτι τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας εἶναι μεταξύ τους ὁμοούσια καί ἰσάξια. Ἀφοῦ ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅπως προαναφέραμε, αὐτό σημαῖνει ὅτι μεταξύ τῶν θείων προσώπων ὑπάρχει ἀγαπητική σχέση. Ἐπειδή ὅμως καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πλασμένοι κατ᾽εἰκόνα καί καθ᾽ὁμοίωση Θεοῦ ὀφείλουμε νά ἔχουμε μεταξύ μας ἀγάπη. Ἐξ ὁρισμοῦ δηλαδή ἡ ἀγάπη εἶναι τό κέντρο καί τό σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ζωῆς μας κατά τό πρότυπο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας!

[1] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Περί τῶν σωματικῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων», Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.74.
[2] Τήν διασάφιση καί διαφώτιση ἐπί τοῦ θέματος μᾶς ἔκανε στίς παραδόσεις ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ.Νικόλαος Νικολαΐδης.
[3] Ἰω. 7, 37-39.
[4]  Τό μοναδικό πού ἔχει κάθε πρόσωπο  ὀνομάζεται στήν θεολογία ἰδίωμα.
[5] Γεν.1, 26.
[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4, σ.40.
[7] Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Πατρολογία Α´, Ἀθήνα 1994, σσ.27-51.
[8] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ. 44.
[9] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.48.
[10] Σέ αὐτούς ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγοντας: « Ἔτσι ἀπό τήν μιά μεριά μέ τήν κατά φύση ἑνότητα ἐξαφανίζεται ἡ πλάνη τοῦ πολυθεϊσμοῦ…». (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.45).
[11] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.66.
[12] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ. 54.
[13] Ἠσ.44, 6.
[14] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.68.
[15] Α´Ἰω. 4, 8.
[16] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.40.
[17] βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2,1, PG 3, 589BC.
[18] Εἶναι αὐτό πού λέμε ὅτι ὁ ἀπό τόν Θεό Πατέρα ἐκπορεύεται τό ἅγιο Πνεῦμα.
[19] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.62.
[20] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.50.
[21] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.50.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.64.
[23] Γεν.1, 3.
[24] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.68.
[25] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.43.
[26] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.70.
[27] Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἐπιστολή Α´πρός Σεραπίωνα Θμούεως, PG. 26, 596A
[28] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.72.
[29] Ἰω. 15, 26.
[30] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος 1ος Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ΕΠΕ, 4,σ.74.
[31] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.60.
[32] Ψλ. 118, 89.
[33] Ψλ.106, 20.
[34] Ψλ.103, 30.
[35] Ψλ.32, 6.
[36] Ἰώβ 33,4.
[37] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σ.47.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου