Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς (1887-1945). Μέρος Ε'
Ἦτο πολλά χρόνια ἐκκλησιαστικός, δηλαδή διακονητής γιά τήν εὐπρέπεια τῆς ἐκκλησίας. Δέν δεχόταν νά φέρει κάποιος κάτι στήν ἐκκλησία ἤ στό Ἅγιο Βῆμα πού νά ἀντίκειται στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία φορά ἐμπῆκε στό Ἱερό Βῆμα ἕνας ἱερεύς τῆς μονῆς μας κρατώντας στά χέρια του ἕνα πασχαλινό τσουρέκι. Ὁ Πατήρ τοῦ εἶπε:
-Πάτερ, ξέρεις ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά φέρουμε τσουρέκια, αὐγά καί τυριά μέσα στό Ἅγιο Βῆμα. Πῶς τό κάνεις αὐτό; Γιά τιμωρία σου, νά κάνεις 200 μετάνοιες. Ἀλλά, ἐπειδή δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά βάζω ἐγώ κανόνα σέ ἱερεῖς, ἄφησε. Θά κάνω ἐγώ ἀντί γιά σένα 500 μετάνοιες». Καί πράγματι τίς ἔκαμε.
-Πάτερ Γερόντιε, πεῖτε μας, πῶς ἔκανε τήν ἐξομολόγησι ὁ Γέροντάς σου;
-Μετά τήν λειτουργία, ἔπαιρνε τό σταυρό του, τό ἐπιτραχήλιο καί τό φαιλόνιό του καί ἐρχόταν στό ἐκκλησάκι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ στό ἐξομολογητήριο. Αὐτός ἦτο ὁ Πνευματικός τῆς μονῆς μας. Τότε ἦτο ὁ πιό φημισμένος Πνευματικός στήν Μολδαβία. Δεχόταν τούς πάντες μέ πολλή ἀγάπη. Ἐνίοτε ἐξωμολογοῦσε μέχρι τήν νύκτα καί ἄλλοτε μέχρι τό πρωΐ. Πολλοί χριστιανοί ἤρχοντο γιά ἐξομολόγησι ἀπ᾿ ὅλη τήν Μολδαβία.
Πρίν τήν ἐξομολόγησι, ἔλεγε τά ἑξῆς λόγια στόν ἐξομολογούμενο: «Ἄκουσε, ἀγαπητέ μου. Λέγε ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, κάθε τί πού ἔχεις στήν ψυχή σου. Μή κρύψεις τίποτε, μήν ἀφήσεις κάτι ἀνεξομολόγητο, μήν ἐντρέπεσαι ἀπό μένα, διότι κι ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Λέγε ὅ,τι ἔσφαλλες καί μετανοήσε σάν ἄνθρωπος καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, δι᾿ ἐμοῦ θά συγχωρήσει τά πάντα. Μήν ἐντρέπεσαι ἀπό μένα, ἀγαπητέ μου. Ἐγώ δέν σκανδαλίζομαι ἀπό τ᾿ ἁμαρτήματά σου, οὔτε θ᾿ ἀποκαλύψω κάτι σέ κάποιον...».
Κατόπιν τούς ἔδινε καί ἕνα κανόνα, ἀλλά ὄχι βαρύ. Ἀκόμη τούς ἐρωτοῦσε, ἐάν μποροῦν νά τόν ἐκτελέσουν.
«Παιδί μου, ἔλεγε, κάνε 50 μετάνοιες τήν ἡμέρα. Νήστευε δύο φορές τήν ἑβδομάδα, κάνε καί ὅσο δύνασαι καί ἐλεημοσύνη καί θά ἔχεις πολύ μισθό ἀπό τόν Θεό. Ἄκουσε, παιδί μου, νά κάνεις πολλή ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. Νά πηγαίνεις τίς Κυριακές καί ἑορτές στήν ἐκκλησία καί νά ἀνατρέφεις τά παιδιά σου μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ...
Οὐδέποτε ἐμάλλωνε ἤ φερόταν αὐστηρά ὁ π. Βικέντιος στούς χριστιανούς του. Τούς ἔδινε ἕνα κανόνα γιά νά μήν ἀπελπισθοῦν γιά τήν σωτηρία τους καί γιά νά τούς στηρίξει ἠθικά. Τούς ὡμιλοῦσε βέβαια καί στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, ἀλλά ὄχι περισσότερο ἀπό 15 λεπτά. Ἀλλ᾿ ὅταν ἦτο πολύς ὁ κόσμος, τούς ὡμιλοῦσε ἔξω στόν ἐξώστη περισσότερη ὥρα.
Κατά τήν περίοδο τῶν ἐτῶν 1920-1926 εἴχαμε πολλούς προσκυνητές στό μοναστήρι μας. Τούς ἐδίναμε δωμάτια, φαγητό στήν τράπεζα. Ὁ Γέροντας ὅ,τι ὑπῆρχε στό μοναστήρι τό ἐμοίραζε στούς ξένους. Τά χρήματα τῆς ἐκκλησίας τά ἔδινε στό ταμεῖο τῆς μονῆς καί ἐκεῖνος δέν ἄγγιζε νά πάρει κάτι. Ὅταν ἔβλεπε κάποιον ἀδελφό πτωχό, τοῦ ἔλεγε:
-Ἔε, ἀδελφάκι μου, ἔλα στόν πατέρα. Βλέπω ὅτι δέν ἔχεις καλό ὑποκάμισο. Πάρε ἀπό ἐδῶ ροῦχα...Σέ ἄλλον ἔλεγε:
-Βλέπω πάτερ, ὅτι περπατᾶς μέ τά τσαρούχια καί δέν φορεῖς κάλτσες. Πάρε 50 λέϊ καί πήγαινε ν᾿ ἀγοράσεις ἕνα ζευγάρι χοντρές κάλτσες, νά μή κρυώνεις.
Ὅταν ἐρχόταν κάποιος ζητιᾶνος, ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονό μου. Ἐκτύπησε ὁ Χριστός τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου καί δέν ἔχω κάτι νά τοῦ δώσω έλεημοσύνη! Κι ἀμέσως ἔψαχνε ὅ,τι εἶχε στό κελλίο του καί τοῦ ἔδινε. Εἴτε ἕνα προσόψιο, εἴτε ἕνα ζευγάρι κάλτσες, εἴτε χρήματα εἴτε ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἐάν δέν εἶχε τί νά δώσει, ἔλεγε:
-Περίμενε καλέ μου, ἔξω ἀπό τό κελλίο μου. Αὐτός ἔβγαζε γρήγορα τήν φανέλλα πού φοροῦσε ἤ τά ἄρβηλά του, κατόπιν καλοῦσε τόν πτωχό.
-Πάρτα, καλέ μου, διότι δέν ἔχω σήμερα ἄλλο τίποτε.
Ὅταν ἔβλεπε κάποιον χριστιανό ἤ ἕνα πτωχό νά κυκλοφορεῖ στήν αὐλή τῆς μονῆς, ἔβγαινε ἔξω ἀπό τό κελλίο του, τόν ἐπλησίαζε καί τοῦ ἔλεγε μέ γλυκειά φωνή:
Ἄκουσέ με, καλέ μου ἀδελφέ. Ἔλα μαζί μου στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Μή φεύγεις ἀπό ἐδῶ πεινασμένος. Τόν ὡδηγοῦσε ὁ ἴδιος στήν τράπεζα καί τοῦ ἔβαζε νά φάγει λίγο φαγητό ἤ κάτι πρόχειρο. Τό ἔκανε αὐτό γιά νά μή φύγει κανένας ἀπό τήν μονή ἀβοήθητος ἤ λυπημένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου