Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς (1887-1945). Μέρος Θ'
Ἄλλοτε συμβούλευε ὡς ἑξῆς γιά τήν ἄσκησι τῆς ἐλεημοσύνης:
-Ἀδελφές, σᾶς παρακαλῶ νά ἀκοῦτε τόν Χριστό πού λέγει: «Μακάριοι οἱ έλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». Μή ξεχνᾶτε ὅτι ὑπάρχουν γύρω μας τόσοι πεινασμένοι, ὀρφανοί καί ταλαιπωρημένοι. Μᾶς περιμένει μεγάλη τιμωρία, ἐάν δέν ἐλεοῦμε τούς ἀναξιοπαθοῦντες. Ἔτσι, ἄν κάτι σήμερα ἀποκτήσατε, θά δώσετε κάτι καί στούς ἄλλους πού δέν ἔχουν. Μεγάλη ἁμαρτία κάνουν αὐτοί πού θησαυρίζουν ἐπί τῆς γῆς καί φτιάχνουν πολλά καί ἀκριβά ροῦχα, παρασκευάζουν ἐκλεκτά φαγητά, τήν στιγμή πού ἄλλοι τά στεροῦνται καί περιμένουν τήν βοήθειά μας. Ὁ μοναχός πρέπει νά τρώγει μόνο ἕνα εἶδος φαγητοῦ κι αὐτό μέ ἐγκράτεια. Ἀπό ροῦχα νά ἔχει μόνο δύο ζωστικά, ἕνα γιά τήν δουλειά καί τό ἄλλο γιά τήν ἐκκλησία. Κι αὐτά νά εἶναι ἁπλᾶ καί ὄχι μεταξωτά.
Λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του διαγωγῆς ἐπεριποιεῖτο ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.
Μία ἡμέρα τοῦ εἶπε ἡ ἀδελφή Πορφυρία:
-Δός μου εὐλογία πάτερ, νά σοῦ πλύνω ἐγώ τά ροῦχα σου.
-Καί ὁ παπᾶς τί θά κάνει, Ἀδελφή;
Μία ἄλλη φορά, ἐπῆγα νά ἐξομολογηθῶ, ἔλεγε ἡ ἀδ. Πορφυρία, καί τόν εὑρῆκα νά πλένει τά ροῦχα του. Ἦτο μέ τό ζωστικό του, χωρίς ὑποκάμισο, διότι τό εἶχε βγάλει νά τό πλύνει.
Ἡ κατά σάρκα μητέρα του, ἡ μοναχή Μιχαέλα, εἴπαμε ὅτι ἐκάρη μοναχή στήν μονή Βαράτεκ. Ὅταν ὁ γυιός της, ὁ π. Βικέντιος ἦλθε στήν Ἀγαπία, πού ἀπέχει μόνο δύο χιλιόμετρα ἀπό τό Βαράτεκ, μέ εὐλογία τῆς Γερόντισσάς της, ἦλθε νά μείνει στήν Ἀγαπία, κοντά στόν γυιό της. Τοῦ εἶπε λοιπόν μία ἡμέρα νά τῆς δώσει εὐλογία καί νά τοῦ ράψει ροῦχα χειμωνιάτικα, διότι δέν εἶχε. Ὁ π. Βικέντιος τῆς ἔδωσε εὐλογία καί τά ροῦχα του σέ λίγες ἡμέρες ἦταν ἕτοιμα.
Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε στόν Πατέρα ἕνας πτωχός μέ τήν γυναῖκα του. Εἶχαν δέκα παιδιά. Ἔλεγαν στόν Γέροντα ὅτι δέν ἔχουν ροῦχα, φαγητό γιά τά παιδιά τους, ξύλα γιά τόν χειμῶνα...
Τούς ἐκάλεσε ὁ Γέροντας στό κελλίο του καί τούς εἶπε:-
Βλέπετε αὐτά τά ροῦχα μου. Εἶναι καλογερικά, ἀλλά εἶναι καινούργια. Νά τά πάρετε, νά τά κόψετε καί νά κάνετε ροῦχα γιά τά παιδιά σας.
Τά ἐπῆραν ἐκεῖνοι εὐχαριστημένοι καί ἔφυγαν. Ἡ μητέρα του, ἡ μοναχή Μιχαέλα ἄκουσε ὅτι ὁ π. Βικέντιος ἔδωσε τά ροῦχα του στούς πτωχούς. Ἐπῆγε κλαίγοντας στήν ἀδελφή Πορφυρία:
-Τί θά κάνουμε ἀδελφή, διότι ὁ π. Βικέντιος ἐμοίρασε τά ροῦχα, πού τοῦ ἔφτιαξα;
-Ἄφησέ τον, ἀδελφή Μιχαλίτσα, μή κλαῖς. Ἔχει ὁ Θεός φροντίδα καί γιά τόν π. Βικέντιο.
Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Βικέντιος ὅτι, ὅταν ἦτο στήν Σέκου μέ τόν πατέρα του, ἡλικίας τότε ἑπτά ἐτῶν, τό 1893, τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος νά μπῆ στήν ἐκκλησία καί νά τήν σκουπίσει. Τήν ὥρα πού ἐσκούπιζε ἦλθε δίπλα του ἕνας λαμπρός νέος καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί προσκύνα». Ὁ μικρός μπῆκε μέσα, ἔκανε τρεῖς μετάνοιες καί ὅταν σηκώθηκε, δέν εἶδε πάλι αὐτόν τόν λαμπρόν νέον. Ἦτο ἄγγελος Κυρίου καί ἕνα θεϊκό σημεῖο ὅτι μελλοντικά θά εἶναι ἄξιος νά λάβει τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Ὁ Θεός ἐχάρισε στόν π. Βικέντιο καί τό χάρισμα τῆς διοράσεως μετά ἀπό τόσους ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε μία ἡλικιωμένη μοναχή ἔχοντας μαζί της καί τήν ἀνεψιά της.
-Πανοσιώτατε πάτερ, εὐλόγησον, τήν ἀνεψιά μου.
-Ὁ Θεός καί ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας νά σέ εὐλογοῦν, ἀδελφή, νά μείνεις στό μοναστήρι καί νά γίνεις μοναχή.
Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή τό κορίτσι αὐτό, πού δέν εἶχε σκεφθῆ μέχρι τότε νά γίνει μοναχή, δέν ἐπέστρεψε στούς γονεῖς της, ἀλλά ἔμεινε ἐκεῖ στήν Ἀγαπία μέ τήν γιαγιά της καί μέ τήν εὐλογία τοῦ π. Βικεντίου.
Μία ἡμέρα ἦλθε ἀπό τό χωριό Χουμουλέστι ἕνας πλούσιος φέροντας μαζί του καί τήν ἄρρωστη γυναῖκα του. Εἶπε στόν π. Βικέντιο:
-Πάτερ Βικέντιε, ἦλθα νά διαβάσεις τήν γυναῖκα μου. Εἶναι πολύ ἄρρωστη.
-Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά τήν διαβάσω! Δέν ἠμπορῶ...
-Τουλάχιστον νά τήν εὐλογήσεις, πάτερ...Ἐάν δέν τήν εὐλογήσεις θά ἀρρωστήσει περισσότερο...Διάβασέ της τό Ἱερό Εὐχέλαιο...
Ὄχι, ὄχι, ὄχι, τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ Γέροντας ἀποφασισμένος καί μέ σκυθρωπό τό πρόσωπό του. Κατόπιν τοῦ προσέθεσε:
-Μετανοῆστε καί προσεύχεσθε στόν Θεό γιά νά σᾶς συγχωρήσει καί μετά νά σᾶς δώσει καί τήν ὑγεία σας.
Κάποτε ἀρρώστησε βαρειά. Τοῦ ἐφέραμε ἕνα κατάλληλο κρεββάτι στό κελλίο του μέ στρῶμα, μέ προσκέφαλο, διότι τόν περισσότερο καιρό ἔπρεπε νά εἶναι ἐξαπλωμένος. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, ἐπειδή ἐπήγαινε καλλίτερα στήν ὑγεία του, μᾶς εἶπε:
-Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τό κρεββάτι, τό προσκέφαλο καί ὅλη τήν ἀγάπη σας. Ὁ παπᾶς ἀπό τώρα εἶναι ὑγιής. Πάρτε τώρα τό κρεββάτι ἀπό τό κελλίο μου, διότι δέν εἶναι ἰδικό μου. Γιατί νά κοιμᾶται ἄλλος κάτω στό δάπεδο, ἀντί γιά μένα;
-Ὄχι, πάτερ, εἶναι δῶρο γιά ἐσᾶς. Κρατῆστε το δικό σας.
-Ἐάν τό κρατήσω, θά ἐπιστρέψει ἐπάνω μου πάλι ἡ ἀρρώστεια. Τό καταλάβατε;
Μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες, εἶδα ἕνα πτωχό στό κελλίο του. Τοῦ ἐχάρισε τό καινούργιο κρεββάτι καί ὅ,τι ὑπῆρχε ἐπάνω σ᾿ αὐτό. Ὁ π. Βικέντιος, ὅπως μᾶς εἶπε, ἀπό τότε πού ἔδιωξε τό κρεββάτι καί κοιμόταν, ὅπως πρωτύτερα, σέ μία σανίδα, δέν ἀρρώστησε πάλι.
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου