Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Μοναχὸς Τρύφων ἐρημήτης τῆς Καψάλας. Μέρος Δ'. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί

 




 
῞Οταν τήν πρώτη φορά τόν ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλους δύο Ἀδελφούς, καθόταν ἔξω στήν αὐλή του. Εἶχε τυλίξει τήν γυμνότητά του μ᾿ ἕνα ροῦχο, ἐνῶ στό κεφάλι του φοροῦσε μία κάλτσα. Τόν ἐχαιρέτισα.
-Εὐλογεῖτε, Γέροντα.
-῾Ο Κύριος.      
Ἐνῶ μᾶς εἶδε,  σηκώθηκε σιγά σιγά, διότι εἶναι γεροντάκι καί περπατῶντας μ᾿ ἕνα μπαστούνι προχώρησε πρός τήν καλύβα του μουρμουρίζοντας. ῎Ελεγε τά ἑξῆς, ὅπως τόν ἀκούσαμε ἀκολουθῶντας τον.
Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα.  Ὅλα τά γράφουν τά βιβλία. ῾Ο Μοναχός πρέπει νά κάνῃ 300 μετάνοιες. ῏Ηλθε ὁ ληστής καί μοῦ τίς ἔκλεψε. Μέ κλειστά παράθυρα, πῶς μπῆκε ὁ ληστής καί μ᾿ ἔκλεψε;
῎Εστρεψε τό βλέμμα του. Μέ ἐκύτταξε καί συνέχισε τίς σαλότητές του. Ἀδελφέ μου, μή τά καταπίνῃς ὅλα κάτω. Τό βόδι πίνει πίνει, ἀλλά μετά σκάζει. Πρόσεχε. Ἐγώ ἐξουσιάζω τά σύμπαντα. Πετάω ἐπάνω ἀπό τήν Ἀγγλία, Γαλλία καί ἀλλοῦ, ὅπου θέλω. Πηγαίνω καί στήν Κύπρο. Τότε μ᾿ ἐκύτταξε γλυκά καί χαμογέλασε. Μοῦ εἶπε τήν πατρίδα μου, στήν ὁποία γεννήθηκα καί μεγάλωσα, τήν Κύπρο.
Σ᾿ ἄλλη μου ἐπίσκεψι μέ κάποιον, τόν ἐχαιρέτισα καί τόν ἐρώτησα.
-Τί κάνεις;
-Πολεμάω, ἀδελφέ μου.
Μετά μοῦ εἶπε μέ σαλό τρόπο: Νά πᾶς νά πῇς σ᾿ ὅλους,  "εὐλόγησον". ῎Αφησέ τους. Μή προσέχῃς ἐσύ τί λέγουν.
Πράγματι εἶχα πειρασμό μέ κάποιον ἀδελφό τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖνος μοῦ ἔδιδε τίς ἀπαντήσεις, χωρίς ἐγώ νά τοῦ ἀποκαλύψω τίποτε. Μάλιστα μοῦ εἶπε καί τό διακόνημα αὐτοῦ του ἀδελφοῦ. Μοῦ ἀποκάλυψε τό δικό μου διακόνημα, καί μοῦ ὑπέδειξε ἰδανικούς τρόπους ἐκτελέσεώς του. ῞Ο,τι ἤθελα νά τόν ἐρωτήσω, τοῦ ὑπέβαλα τίς ἐρωτήσεις μέ τό μυαλό μου, καί ἐκεῖνος ἄρχισε μέ πολλές σαλότητες νά μοῦ ἀπαντᾶ σ᾿  αὐτά πού ἤθελα.
Ἐπῆγα καί τρίτη φορά κοντά, μέ συνοδεία τριῶν Χριστιανῶν. Αὐτός στεκόταν στήν ἴδια τοποθεσία καί μέ τήν ἴδια πάντα ἐνδυμασία. Ἐκύτταζε μόνο ἐμένα, λές καί δέν ὑπῆρχον ἄλλοι γύρω μου. Μέ συμβούλευε πνευματικά. Νά, μοῦ ἔλεγε, ἀγάπη, ὑπακοή καί ταπείνωσις. Νά μή στενοχωριέσαι γιά τό πρόβλημά σου. Θά στείλω ἐγώ ἄνθρωπο νά μιλήσῃ στόν Γέροντά σου, γιά νά χαρῇ καί ἡ μητέρα σου, πού σέ κοιτάζει ἀπό ψηλά καί σέ καμαρώνει.
Πράγματι ἡ μητέρα μου ἔχει πεθάνει ἀπό χρόνια καί ἐκεῖνος τά ἤξερε ὅλα. Μέ εἶχε καταπλήξει μέ τά ὑπερφυσικά χαρίσματα πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός.


Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου