Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

H ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ Π. ΚΛΕΟΠΑ


'Η δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954). (Μέρος Β').

'Η δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954). (Μέρος Β').

π.Ἰωαννίκιος  Μπάλαν

  Μιά φορά ἔριξα μιά ματιά μέσα στό τσουκάλι πού ἔκανα τό ψωμί. Εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει λίγο. ῏Ηλθε ἡ ἀλεποῦ καί, χωρίς φόβο καί ντροπή ἄρχισε νά τό τρώγη. 'Εγώ τήν εἶδα ἀπό τό παραθυράκι καί βγῆκα ἔξω.
 Αὐτή, ὅταν μέ εἶδε, ξεκίνησε νά φύγη, ἀλλά ὁ γάντζος τοῦ τσουκαλιοῦ ἔπεσε καί πέρασε μέσα στό κεφάλι της.
Τώρα τό πρόβλημά μου δέν ἦτο μόνο ὅτι δέν εἶχα ψωμί, ἀλλά δέν εἶχα οὔτε τσουκάλι, διότι ἡ ἀλεποῦ τό πῆρε στό λαιμό της καί ἀπομακρύνθηκε.
Ποῦ νά ζυμώσω λοιπόν ψωμί; 'Εφώναξα τήν ἀλεποῦ ἀπό μακριά: «῎Αφησέ μου, τουλάχιστον τό τσουκάλι!. . . . Κι αὐτή ἀνεδείχθη ἄλλη μιά φορά παμπόνηρη. Πλησίασε σ' ἕνα κλωνάρι τό κεφάλι της, κρεμάσθηκε τό τσουκάλι,  ἔβγαλε ἐκεῖ τό κεφάλι της κι ἔφυγε γιά τό δάσος. 'Εγώ ἤμουν πολύ χαρούμενος διότι μοῦ ἀπέμεινε τουλάχιστον τό τσουκάλι γιά νά ζυμώνω τό ψωμί καί τό πρόσφορο!
Εἶχα καί ἄλλους φίλους.
Αὐτοί ἦσαν οἱ τυφλοπόντικες καί ποντίκια τοῦ δάσους. 'Εάν δέν ξέρεις πῶς νά ὀργανωθῆς, αὐτά θά σέ ἀφήσουν χωρίς τροφή στά μισά τοῦ χειμῶνος. Εἶχα στήν σπηλιά μου ἕνα σακκί παξιμάδι δεμένο ψηλά σέ ἕνα δοκάρι. ῞Οταν πλησίαζε τό βράδυ, ἤρχοντο καί οἱ «ἐνορίτες μου». Τρυποῦσαν κι ἔμπαιναν μέσα στήν σπηλιά κι ἔφθαναν στό παξιμάδι. 'Εμένα δέν μέ λυποῦσε ἡ ἀξία τοῦ παξιμαδιοῦ, ἀλλά μέ στενοχωροῦσε τό γεγονός ὅτι δέν ἠμποροῦσα νά κάνω οὔτε τόν κανόνα μου, λόγῳ σωματικῆς ἐξαντλήσεως.
῞Οταν ἄρχιζα νά διαβάζω, ἄρχιζαν κι ἐκεῖνα νά ροκανίζουν τό παξιμάδι. Τί νά κάνω; ῎Ελεγα. 'Επῆρα ἕνα ραβδί στό δεξί χέρι καί τό Ψαλτήριο στό ἀριστερό. Κι ἄρχισα ἔτσι νά κάνω τήν προσευχή μου: «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. . . » ἐνῶ μέ τήν ράβδο, πάτ! κτυποῦσα τά ποντίκια τριγύρω μου! 'Αφοῦ τά τραυμάτιζα ἐκεῖνα ἔκαναν σάν πεθαμένα. Κατόπιν ἐσυνέχιζα: «πρόσχες τῆ φωνῆ τῆς δεήσεώς μου. . . » κι ἄλλους στίχους, καί ὅταν ἄρχιζαν νά ροκανίζουν, ἐγώ μέ τό ραβδί τά κτυποῦσα. ῎Ετσι ἔκανα τόν κανόνα μου μέχρις ὅτου ἔκλεισα ὅλες τίς τρύπες».
Μία φορά πηγαίνοντας γιά τό δάσος, τέλος τοῦ Φθινοπώρου, μ' ἔπιασε μιά δυνατή βροχή, ἡ ὁποία μέ μούσκεψε σ' ὅλο τό σῶμα μου. ῎Ηδη ἤμουν πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου κι ἔπρεπε νά διανύσω ἕνα κομμάτι δρόμου ἀρκετά μεγάλο μέ τά ροῦχα μου βρεγμένα.
Καθ' ὁδόν τό κρῦο ἦτο πολύ σκληρό καί ὁ ἄνεμος κρύος πού μοῦ προκάλεσαν ἀγκύλωσι. ῎Επεσα, λοιπόν, κάτω, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου, χωρίς νά ἠμπορῶ νά κινηθῶ. 'Εσκεπτόμουν: «Τώρα θ' ἀποθάνω καί θά φύγω ἀπ'αὐτή τήν ζωή χωρίς τήν Θεία Κοινωνία». Τότε προσευχήθηκα θερμά καί δυνάμωσα. καί σιγά-σιγά ἔφθασα στήν σπηλιά μου.  'Εκεῖ μέ δυσκολία ἄναψα φωτιά, στάθηκα  δίπλα, ἐστέγνωσα καί λυτρώθηκα ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου.

   Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
1999
26 Αὐγούστου  2013
__________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου